- βαστάσασα
- βαστάσᾱσα , βαστάζωlift upaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεογενικός — θεογενικός, όν (Μ) αυτός που ανήκει στη μητέρα τού θεού, σ αυτήν που γέννησε τον θεό («θεογενικαῑς άγκάλαις τον Κτίστην βαστάσασα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενικός (< γένος)] … Dictionary of Greek
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek